σπερματικῶς

σπερματικῶς
σπερματικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • НИКОМАХ ИЗ ГЕРАСЫ —     НИКОМАХ ИЗ ГЕРАСЫ (Νικόμαχος ὁ Γερασηνός) (1 я пол. 2 в. н. э.), представитель неопифагореизма. Биографических сведений о Н. не сохранилось. Родился в Герасе (совр. Джераш на севере Иордании). Годы жизни определяются с учетом хронологии… …   Античная философия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”